συμμελέτη

συμμελέτη
η, Ν
(ιδίως για μαθητές) η από κοινού μελέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. συμμελετῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”